άλις

άλις
Μυθολογικό πρόσωπο. Δούλη της Κίρκης, έμπειρη στη μαγεία. Εγκατέλειψε την κυρία της και κατέφυγε σε έναν πύργο της Τυρρηνίας Αλός. Κατά μία εκδοχή την επισκέφθηκε εκεί, γέρος πια, ο Οδυσσέας. Η Α. τον μεταμόρφωσε τότε σε άλογο και με τη μορφή αυτή πέθανε ο βασιλιάς της Ιθάκης.
* * *
ἅλις επίρρ. (Α)
1. κατά σωρούς, σωρηδόν, σε αφθονία και με τροποποίηση τής αρχικής έννοιας «ικανοποιητικά», «αρκετά» (στον Όμ. συνδέεται ιδιαίτερα με ρήμα, συχνά και με ουσιαστικό ή επίθετο
σπάνια συνδέεται με ουσιαστικό ή επίθετο στην αττ. διάλεκτο)
2. (ως απρόσωπη έκφραση ἅλις (εννοείται ἐστί), είναι αρκετό, αρκεί
3. (στους Αττικούς με γενική πράγματος) ἅλις τινός, αρκετό μέρος από κάποιο πράγμα
4. συχνά ως κατακλείδα συζητήσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίο ποιητικό επίρρημα, που απαντά επίσης στους Ηρόδοτο, Αριστοτέλη και Πλάτωνα. Η επιρρηματική κατάλ. -ις (που υπάρχει επίσης και στους επιρρηματικούς τ. μόγις, μόλις «με κόπο, μόλις και μετά βίας», χωρίς κ.λπ.) ανάγεται συνήθως σε παλαιότερο τ. ονομαστικής ουσιαστικού (* ἅλις «συσσώρευση») ή επιθέτου (* ἅλις «συσσωρευμένος, συγκεντρωμένος»). Το κύριο όνομα Fαλίδιος, η γλώσσα τού Ησύχιου, γάλι «ικανόν», καθώς και το ομηρικό μέτρο επιβεβαιώνουν την ύπαρξη αρχικού F στη λ. Με βάση τη σημασία της και την ύπαρξη αρχικού F, η λ. συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. εἴλω* «περισφίγγω, συμπιέζω, συνωθώ», καθώς και με τα επίθ. ἁλής*, ἀολλής* «αθρόος».
ΣΥΝΘ. αρχ. ἁλίφρων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἁλίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅλις — in crowds indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἅλις — Ἅλῑς , Ἅλις masc acc pl (epic doric ionic aeolic) Ἅλις masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλίς — Μυθολογικό πρόσωπο. Δούλη της Κίρκης, έμπειρη στη μαγεία. Εγκατέλειψε την κυρία της και κατέφυγε σε έναν πύργο της Τυρρηνίας Αλός. Κατά μία εκδοχή την επισκέφθηκε εκεί, γέρος πια, ο Οδυσσέας. Η Α. τον μεταμόρφωσε τότε σε άλογο και με τη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • Ἅλι — Ἅλις masc voc sg Ἅλῑ , Ἅλις masc dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἁλοῖν — Ἅλις masc gen/dat dual (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἁλῆσι — Ἅλις masc dat pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἅλεα — Ἅλις masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἅλεες — Ἅλις masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἅλεος — Ἅλις masc gen sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”